-
1 ἀφ-ηγέομαι
ἀφ-ηγέομαι, 1) vorangehen, anführen, Plat. Legg. VI, 760 d Xen. Hell. 5, 1, 8 u. sonst, doch nicht häufig; Xen. Cyr. 2. 3, 22 οἱ τελευταῖοι πρῶτοι ἀφηγοῠνται, zuerst abmarschiren. – 2) gew. erzählen, erklären, Eur. Suppl. 186; πᾶν τὸ γεγονός, τὸ ὄνομα, Her. 1, 24, öfter, bei dem ἀπήγηταίμοί τι 5, 62 wie τὸ ἀπηγημένον 1, 201 passive Bdtg haben; seltner bei Folgdn, Xen. An. 7, 2, 26 Dion. Hal. Iud. Thuc. 26.
См. также в других словарях:
αφηγούμαι — ( έομαι) και αφηγιέμαι (AM ἀφηγοῡμαι, Α και ἀπηγέομαι, ιων. τ.) διηγούμαι, εξιστορώ αρχ. μσν. τὸ ἀπηγημένον, τὸ ἀφηγούμενον η αφήγηση, αυτό που αφηγούμαι αρχ. οδηγώ, προπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ηγούμαι. Ο νεοελλ. τ. αφηγιέμαι… … Dictionary of Greek